Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ!
Αυτή τη μέρα
άφησε με να σου εμπιστευθώ την ιστορία μου:
Μελαγχολικός της ζωής άνεμος είμαι
που νυχτώθηκα και απόμεινα σε ένα χθες ανάλγητο.
Έλα λοιπόν, και με τα μάτια σου,
πού'ναι καταχνιά και ενάστρωση,
το σύθαμπο και το πρωί
σε μια αλλόκοτη σύγκλιση,
ανάστειλε τη νύχτα μου.
Ελα.
Κι ας είναι μοιραίο πως αργότερα,
όταν ανάμεσα μας θα αναδεύεται,
σε ανυπόφορη μεγέθυνση,
το μυστικό μας το αδυσώπητο
-πως σημερινοί είμαστε και ξένοι-
με τον υποβολέα της πίκρας μου
παμπάλαιο κατευόδιο θα απαγγείλω πάλι...
κικη δημουλα...

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008


ΕΛΑΝΘΑΝΕ!

Οτι ήμουνα ενας άνθρωπος
Που όλο με σκυμμένο το κεφάλι
Με περπατάγανε οι δρόμοι ,αυτό πράχθηκε φανερά σας.
Σας το αφήνω .Επάνω του λοιπόν ,
Αποκεφαλίστε το,
Μοιράστε το σ΄ οσες υποτιμήσεις θέλετε
-πως γην και ύδωρ έδωσα σε φόβους και σήκωσε κεφάλι η ηττοπάθεια -,
ρίξτε το ολόκληρο σ'οσες αδιαφορίες σας κι άλλο πεινάνε ,
πετάξτε το σε δυό παλιογραμμούλες τύμβο.
Όμως πως σκύβοντας Ατένιζα ουρανό,
Αυτό δεν θα το αγγίξετε .
Επράχθηκε κρυφά σας
Το έκρυψα καλά
Στην ασφαλή του κεφαλιού μου
Τη λιμοκτόνα στάση .
Σκύβοντας ουρανό ατένιζα
Που εφτιαξα από πτώσεις .
Μαζεύοντας σπυρί σπυρί
Ο,τι δεν αφομοιωνε το ύψος.
Εζησα,
Τεντωμένο δίχτυ από κάτω ,
Να συγκρατώ ,να περισώζω
Λογής λογής διάττοντες αυτοκτόνους ,
Τα φωτεινά τους υπολείμματα ,
Εκεί που όλο και χάνει ύψος ,
Όλο και πιο πολύ αποχρυσώνεται
Της μολυβιας τους η κραυγή
Και λυπηρά απολεπταίνει η αιχμή
Της εξαφανισης τους.
Εζησα
Τεντωμένο δίχτυ από κάτω ,
Να σώζω λυπηρότητες ,
Κραυγών αποχρυσώσεις ,
Αιχμών τα φωτεινά υπολείμματα,
Εξαφανίσεων αιχμές .Εζησα ,
Συνταιριάζοντας τις πτώσεις
Με τις παράταιρες αιτίες τους,
Για να μην παει χαμένο το χαμένο.
Αυτό δεν θα τ'αγγίξετε
Είναι από εύφλεκτο εγώ
Θα με τινάξει όλη στον αέρα σας...
κικη δημουλα...

ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΩΡΕΣ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...

Get this widget Track details eSnips Social DNA


ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΩΡΕΣ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ...

Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή

κι εγώ που σ’ έχασα και όλα σ’ τα ’χω δώσει

με κάτι ρέστους θα τη βγάλω ως την αυγή,

γιατί όποιος χάνει στη ζωή μπορεί να νιώσει.

Στέλιο μου, τα τραγούδια σου

απ’ την κασέτα ρίχ’ τα,

για μας που πρόδωσ’ η ζωή

δεν ξημερώνει Κυριακή,

δεν τελειώνει η νύχτα.

Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή,

τσιγάρο κι έσβησε στα χείλη το Σαββάτο.

Κι εμείς ακόμα στο ποτήρι μας σκυφτοι

λες και δεν πάει η ζωή μας παρακάτω...

ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ...

Get this widget Track details eSnips Social DNA

ΚΟΚΚΙΝΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ...

Για να με γνωρίσεις μες στο πλήθος
φόρεσα γαρύφαλλο στο στήθος
από μια γιορτή που μόλις τέλειωσε
μια γιορτή που δίστασες να πας
Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο
πάνω στο πουκάμισο, στο μέρος της καρδιάς
Κόκκινο γαρύφαλλο, κόκκινο γαρύφαλλο
πάρ' το από το στήθος μου, ελπίδες να κρατάς
Ρώτησα χαμένη μες στο πλήθος
ποιος φοράει γαρύφαλλο στο στήθος
Κι ήρθα να το πάρω με τα χέρια μου
είναι αυτά τα χέρια που αγαπάς...

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

στη ψυχη σου δε φτανει κανεις ουτε δια ξηρας,ουτε δια θαλασσης...

Μεγαλη μερα η σημερινη ε?μαλλον κατι παρομοιο θα ελεγες αν σε εχω νιωσει αληθινα...σε εχω?ή μαλλον ετσι θα σου ελεγαν και εσυ θα απαντουσες:"σιγα τωρα..."δεν περιμενα ποτε οτι θα εφτανε τετοια μερα..να καθομαι και να σκαρωνω φανταστικες ιστοριες και διαλογους...ΠΟΤΕ...τι μεγαλη λεξη..οπως το παντα..κανεις δε ξερει ο χρονος τι θα φερει και οπως ελεγες:"Εχει σημασια να επιτρεπουμε στο πεπρωμενο να παρεμβαινει στη ζωη μας και να αποφασιζει τι ειναι καλυτερο για ολους.."βεβαια στη φαση που ειμαι και οπως εχει η συγκεκριμενη μη αναστρεψιμη κατασταση δε ξερω που ακριβως ειναι το καλυτερο για ολους..μαλλον εδω θα συμφωνουσες και εσυ οτι δεν υπαρχει...μονο μια καταραμενη στιγμη υπηρξε..και τωρα στοιχειωνει μονο εμας..εσυ μαλλον λυτρωθηκες..και ισως εδω να υπαρχει μια φωτεινη αχτιδα..στη δικη σου λυτρωση...αλλα παλι το σκοταδι ειναι ατελειωτο και πουθενα καποιος...τελικα ισχυει τοσο αυτο που διαβασα καπου.."εκτος απο τον εαυτο μας,δεν υπαρχει ψυχη για μια αξιολογη κουβεντα"...
Να επανελθω ομως στη μεγαλη μερα..στη μερα σου..ή μηπως εχεις αλλαξει πλεον μερα..τη βαρεθηκες οπως ολους τους γυρω σου και αφησες να στα γκρεμισουν ολα για να μπορεσεις να τα χτισεις αλλου απο την αρχη οπως ηθελες εσυ και μονο,χωρις νουθεσιες απο αλλους...αναρωτιεμαι τι θα εκανες αν ησουν εδω..πως θα αισθανοσουν?μονος ή με παρεα?σιγουρα θα μελαγχολουσες εστω και λιγο..ετσι ειναι η φυση μας..αχ,ψυχη μου δε νομιζω πως μπορω να βαλω σε σειρα τις σκεψεις μου..ολα ειναι μπερδεμενα εκει μεσα και τοσα πολλα που δεν τα σηκωνει το μυαλο..βλεπεις πιανουν τοσο χωρο τα αναπαντητα γιατι μου...μακαρι να με δεις και αν θελεις να προσπαθησεις να με γαληνεψεις ισως ετσι μπορεσω μολις ξημερωσει και αφου τηρησω την υποσχεση μου,να ερθω παλι και να σου κρατησω συντροφια και απο εδω..(αν και ξερεις πως εισαι συνεχεια διπλα μου)σε αυτο το πρωτο και τελευταιο ταξιδι που εφτιαξα για εμας τους δυο..αλλωστε εχουμε τοση θαλασσα μπροστα μας..(οπως λεει και η αγαπημενη μας δημουλα..)
τουτη η πικρα του χωρισμου...............
(επαψε να εχει μια γλυκα τοση αλλα εγω)
....................καληνυχτα θα σου λεω μεχρι να ξημερωσει...

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2008

ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ!

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,μόνος,
στόν Παράδεισο
Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές

Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός
Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθειαΜιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική
Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω απότούς καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τόΕξαργυρώνει
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς;
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς;
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς;
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς;
Είμ’εγώ,μ’ακούς;
Σ’αγαπώ,μ’ακούς;
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς;
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς;
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς;
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς;
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς;
Τών ανθρώπωνΚαί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς;
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς;
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς;
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς;
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς;
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους;
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς;
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς;
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς;
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς;
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς;
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς;
Μές στή μέση τής θάλασσαςΑπό τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς;
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς;
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Ποιός γυρεύει τον άλλον,ποιός φωνάζει,ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς;
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς;

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι
Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά
Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης
Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνάτής θάλασσας
Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί
Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !
Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδίνεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερόκαι μισή
να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο.
Να λοιπον που δεν εχω αλλο τροπο να εκφραστω!να που δεν αισθανομαι την ελευθερια να με φανερωσω σε καποιον απο τους γυρω μου..να πω και να δειξω αυτα που νιωθω...να ομως που ηρθε και αυτη η στιγμη που εφτασα στα ορια μου..που δεν υπαρχει πλεον καμια ελπιδα να βρεθω καποια στιγμη κοντα σου και ολη αυτη η πραγματικοτητα με πνιγει!μην εχοντας αλλο τροπο,αλλη εναλλακτικη διεξοδο ειπα αντι να τρεχω σε παραλιες(που δεν ειναι και ευκολο)και να βαζω γραμματα σε μπουκαλια με την τρελη ελπιδα οτι μπορει να βρεθουν στα χερια σου, να ερθω εδω και να σου λεω τις σκεψεις μου και τα συναισθηματα μου...ξερω πως δεν υπαρχει περιπτωση να λαβω απαντηση σου ακομα και να θελεις...αλλα αν δε με ξεγαλασω και λιγο δε θα περασει η ζωη..ισως ετσι να πιστευω οτι απο καπου βλεπεις,ακους,νιωθεις και ερχεσαι διπλα μου....σε εσενα λοιπον που αθελα σου και εν αγνοια σου με επλασες και με γεμισες με την ουσια της ζωης...με εκανες να δω καταματα ποια ειμαι και τι θελω μεσα απο τα δικα σου παθη,λαθη..μεσα απο τα δικα σου ματια και τις δικες σου εμπειριες...θα μου πεις..λιγο αργα τα συνειδητοποιησες ολα αυτα...εχεις τοσο δικιο,για αυτο με τιμωρω καθε μερα...αν και εσυ ξερω πως δε μου κρατας κακια..και ακομα και τωρα,ακομα και ετσι εισαι στον αερα που με αγγιζει και με κανεις ολο και καλυτερη,ολο και πιο ανθρωπινη,ολο και πιο αληθινη και ουσιαστικη...για να μπορω να λεω οτι εγω εζησα δεν υπηρξα απλως σε αυτον τον κοσμο!!!παντα ενα μερος μου θα ειναι μαζι σου....οπως λεει και ο λοιζος:''κι ετρεχα ξοπισω σου κι εγω για να με κοιταζεις...."παντα θα τρεχω με οποιο τροπο εχω τωρα πια.....σε αφηνω να γαληνεψεις..υπνος να'ρθει στα ματια σου και στην καρδια σου ειρηνη,υπνος κι ειρηνη θα'θελα για'σενα να'χα γινει...καληνυχτα,χιλιες φορες καλη σου νυχτα μικρε μου πριγκιπα...

Αlma libre...

κλεισ'τα ματια κι αφησου απλα να σε πανε τα ονειρα σου....

ελευθερη να'ναι η ψυχη μας!!....

.....κι ο,τι περασαμε πριν στη ζωη να'ναι η κρυφη δυναμη μας....